σεκουνδαρούδης

σεκουνδαρούδης
ὁ, Α
(για ξιφομάχο) ξακουστός για την επιδεξιότητά του στην ξιφομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. secunda rude «με τη δεύτερη σπαθιά» + κατάλ. -ούδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”